- κοκκινιστός
- -ή, -ότσιγαριστός, ξεροψημένος: Είχε κρέας κοκκινιστό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοκκινιστός — ή, ό 1. (ιδίως για κρέας) αυτός που παρασκευάστηκε με κοκκίνισμα, καβουρδιστός, τσιγαριστός 2. ο μαγειρεμένος με ντομάτα («κοκκινιστό πιλάφι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοκκινίζω, με τη σημ. «τσιγαρίζω»] … Dictionary of Greek
ακοκκίνιστος — η, ο 1. αυτός που δεν βάφηκε κόκκινος 2. αυτός που δεν κοκκίνησε από ντροπή, ο αναίσχυντος 3. (για φαγητό) αυτό που δεν περιέχει ντομάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κοκκινιστός < κοκκινίζω] … Dictionary of Greek
συκοφάγος — (oriola calbula). Στρουθοειδές πουλί της οικογένειας των Συλβιδών και, σύμφωνα με άλλη κατάταξη, των Κορακοειδών. Το όνομά του προέρχεται από το ότι, κατά το καλοκαίρι, εκτός από έντομα και προνύμφες, τρέφεται και με φρούτα, προτιμώντας προ… … Dictionary of Greek
τσιγαριστός — ή, ό, Ν [τσιγαρίζω] αυτός που έχει τσιγαριστεί, τηγανιστός, καβουρντιστός, κοκκινιστός … Dictionary of Greek
τσιγαριστός — ή, ό καβουρντιστός, κοκκινιστός: Τσιγαριστό κρέας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)